εμβρυοφθόρος

εμβρυοφθόρος
-ο
ο εμβρυοκτόνος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εμβρυοφθόρος — α, ο που φθείρει (σκοτώνει, καταστρέφει) το έμβρυο, ο εμβρυοκτόνος: Εμβρυοφθόρα φάρμακα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”